- νεανίας
- ο, θηλ. νεάνις και νεάνιδα (ΑΜ νεανίας, θηλ. νεᾱνις, Α ιων. τ. νεηνίης, θηλ. νεῆνις και συνηρ. τ. νῆνις)νεαρός ως προς την ηλικίαμσν.πολεμιστήςαρχ.1. (με καλή σημ.) ορμητικός, γενναίος, δραστήριος2. (με κακή σημ.) προπετής, αυθάδης, υβριστής3. (για λόγια) τολμηρός, παράτολμος4. ως επίθ. α) (για πρόσ.) αυτός που προσιδιάζει σε νεαρό άτομο, νεανικόςβ) (για πράγματα) νωπός, φρέσκος, πρόσφατος («ὁ δ' ἄρτος ἀπὸ χοίνικος ἰδεῑν μάλα νεανίας», Αριστοφ.)5. το θηλ. ως επίθ. (για γυναίκα) έγγαμη.[ΕΤΥΜΟΛ. Προφανής η σύνδεση του με το νέος, αλλ' ασαφής η διαδικασία παραγωγής του. Ίσως από αρχ. *νεανός (που θεωρείται αμάρτυρος προσαυξημένος τ. τού νέος, σχηματισμένος αναλογικά για εκφραστικούς λόγους, χωρίς ωστόσο να είναι γνωστό το αναλογικό του πρότυπο) + κατάλ. -ίας. Η λ. θα μπορούσε να προέλθει και από τον τ. νεάν*, αν πρόκειται για αρχαίο τ. Κατ' άλλη άποψη, < νέος + θ. αν-, που συνδέεται με το αρχ. ινδ. ρ. aniti «αναπνέω» και απαντά και στο ἄνεμος.
Dictionary of Greek. 2013.